- κήφος
- οζωολ. επίμηκες υμενόπτερο έντομο τής οικογένειας cephidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephus από παραφθορά τού κηφήν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… … Dictionary of Greek